- βωμός
- βωμόςraised platformmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
βωμός — ο 1. χαμηλό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο: Στην αρχαιότητα οδηγούσαν στο βωμό πολλά σφάγια ως θυσία στους θεούς. 2. άλλη ονομασία για την Αγία Τράπεζα. 3. μτφ., ιερός σκοπός: Πολλοί θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωμοῖο — βωμός raised platform masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖς — βωμός raised platform masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσι — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσιν — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοί — βωμός raised platform masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῦ — βωμός raised platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμούς — βωμός raised platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμέ — βωμός raised platform masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)